- θεσσαλικός
- η , ό[ν] фессалийский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Θεσσαλικός — chair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσσαλικός — ή, ό (ΑΜ θεσσαλικός, ή, όν, Α και αττ. τ. θετταλικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από τη Θεσσαλία («θεσσαλική πεδιάδα») αρχ. φρ. 1. «θεσσαλικὸν ἔδος» είδος καθίσματος ή ανακλίντρου 2. «θεσσαλικὴ ἔνθεσις» ή… … Dictionary of Greek
θεσσαλικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη Θεσσαλία και τους Θεσσαλούς: Θεσσαλικός κάμπος. – Θεσσαλική προφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θεσσαλικά — Θεσσαλικός chair neut nom/voc/acc pl Θεσσαλικά̱ , Θεσσαλικός chair fem nom/voc/acc dual Θεσσαλικά̱ , Θεσσαλικός chair fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλικώτερον — Θεσσαλικός chair adverbial comp Θεσσαλικός chair masc acc comp sg Θεσσαλικός chair neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλικῶν — Θεσσαλικός chair fem gen pl Θεσσαλικός chair masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλικόν — Θεσσαλικός chair masc acc sg Θεσσαλικός chair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θετταλικός — Θεσσαλικός , Θεσσαλικός chair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλικαῖς — Θεσσαλικός chair fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλικαί — Θεσσαλικός chair fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλικοῖο — Θεσσαλικός chair masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)